ἀκαμπτόπους

ἀκαμπτόπους
ἀκαμπ-τόπους, , ,
A with unbending foot,

ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαμπτόπους — ἀκαμπτόπους ( ποδος), ο, η (Α) εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς] …   Dictionary of Greek

  • ἀκαμπτοπόδων — ἀκαμπτόπους with unbending foot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”